-
1 ὑπόστεμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστεμα
-
2 ὑπόστημα
A that which sinks to the bottom, sediment, esp. in urine, Hp.Judic.3; of excrement and urine, τὰ ὑ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (cf.ὑπόστασις B. 1.1
) Arist.HA 487a6, cf. PA 653b11; ὑ. τὸ λευκόν, of birds, ib. 679a18.2 base, stand, Callix.2, Hegesand. 45, IG3.1418,1419,1421; cf. ὑπόθημα.V multitude, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστημα
См. также в других словарях:
υπόστεμα — έματος, τὸ, Α βλ. ὑπόστημα … Dictionary of Greek
υπόστημα — ήματος, τὸ, ΜΑ, και ὑπόστεμα, έματος, Α [ὑφίστημι] μσν. πλήθος, όχλος αρχ. 1. υποστάθμη, κατακάθι, ιδίως περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», Αριστοτ.) 2. καθίζηση 3. υποστήριγμα 4. βάση, βάθρο 5. περίνεο 6.… … Dictionary of Greek