-
1 ὑπόσπονδος
ὑπό-σπονδος, unter Waffenstillstand, in Folge eines geschlossenen Waffenstillstandes od. Bündnisses, dadurch gesichert; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν, ἀναιρεῖσϑαι, κομίζεσϑαι, nach der Schlacht beim Feinde auf einen Waffenstillstand antragen, um die Gefallenen zu bestatten, wodurch man sich für überwunden erklärte und dem Gegner das Schlachtfeld einräumte; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι, den Waffenstillstand zur Bestattung der Gefallenen bewilligen; ὑποσπόνδους ἀφιέναι τοὺς αἰχμαλώτους, Waffenstillstand schließen u. die Gefangenen freigeben -
2 ἄ-σπονδος
ἄ-σπονδος ( σπονδή), ohne Opferspende, dah. ohne Bündniß od. Vertrag u. Waffenstillstand, Thuc. 3, 111. 113, Ggstz ὑπόσπονδος, u. öfter; τὸ ἄσπ., Neutralität, 1, 37; ἄρης Aesch. Ag. 1208; ϑεός Eur. Alc. 426, u. oft, bes. πόλεμος ἄσπ. καὶ ἀκήρυκτος, unversöhnlich, wo von keinem Waffenstillstand die Rede ist, z. B. Dem. 18, 232; Pol. 1, 65, 6 u. A.; ἔχϑρα Plut. Pericl. 30.
См. также в других словарях:
ὑπόσπονδος — under a truce masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσπονδος — η, ο / ὑπόσπονδος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» δίνω [ή μεταφέρω] τους… … Dictionary of Greek
ὑπόσπονδον — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem acc sg ὑπόσπονδος under a truce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδοις — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδου — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδους — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδων — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδῳ — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσπονδα — ὑπόσπονδος under a truce neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσπονδοι — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek