-
1 υπόπτερος
-
2 ὑπόπτερος
-
3 ὑπόπτερος
ὑπόπτερος, ον,A winged,ὄφιες Hdt.3.107
; ; νῶτα, δέμας, E.Hec. 1264, Hel. 618;τίς ἦν ὁ γράψας πρῶτος.. Ἔρωθ' ὑπόπτερον; Eub.41.2
, cf. Pl.Alc.1.135e; also of a ship, whose sails are wings, Pi.O.9.24, cf. Mimn.12.7, Pherecyd.Syr.2; alsoσύμφυτος δύναμις ὑποπτέρον ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου Pl.Phdr. 246a
;ὄχημα Lib. Ep.1457.1
.2 metaph., ὑ. ἀνορέαι soaring spirits, Pi.P.8.91; ἴτω ὑπόπτερον (sc. τὸ νεῖκος ) let it pass swift as flight, E.Hel. 1236; ὑ. φροντίσιν light-minded, A.Ch. 603 (lyr.); δόμον.. κλῇσον ὑπόπτερος fly and shut it, Ion Trag.14 (lyr.): prov., ὑ. δ' ὁ πλοῦτος wealth has wings, E.Fr.420.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόπτερος
-
4 υποπτερος
21) крылатый(ὄφιες Her.; πέλειαι Soph.)
2) перен. окрыленный, легкокрылый(ναῦς, ἀνορέαι Pind.; πλοῦτος Eur.)
ὅστις οὐχ ὑ. φροντίσιν δαείς Aesch. — чьи мысли не мимолетны, т.е. человек не ветреный;ἴτω ὑπόπτερον Eur. — пусть развеется (наша вражда) -
5 ὑπόπτερος
ὑπόπτερος, -ον1 winged met., ναὸς ὑποπτέρου (of the banks of oars.) O. 9.24 ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις on the wings of his manly exploits P. 8.91 -
6 ὑπόπτερος
ὑπό-πτερος, befiedert; dah. flügelschnell; vom Schiffe; ὅςτις οὐχ ὑπόπτερος φροντίσιν δαείς, leichtsinnig -
7 υπόπτερον
-
8 ὑπόπτερον
-
9 ὑπό-πτερος
ὑπό-πτερος, befiedert; πέλειαι Soph. Phil. 288; Eur. Herc. für. 71; Ar. Av. 286. 787; dah. flügelschnell, Her. 3, 107. 109; Plat. u. A.; – Pind. vom Schiffe, Ol. 9, 24; auch ἀνορέαι, P. 8, 91; – ὅςτις οὐχ ὑπόπτερος φροντίσιν δαείς Aesch. Ch. 594, leichtsinnig; – ἴτω ὑπόπ τερον τὸ νεῖκος Eur. Hel. 1252.
-
10 υποπτέροις
-
11 ὑποπτέροις
-
12 υποπτέρου
-
13 ὑποπτέρου
-
14 υποπτέρους
-
15 ὑποπτέρους
-
16 υποπτέρω
-
17 ὑποπτέρῳ
-
18 υποπτέρων
-
19 ὑποπτέρων
-
20 υπόπτερα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπόπτερος — winged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπτερος — η, ο / ὑπόπτερος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά αρχ. 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.) 2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῡτος» λέγεται για να δηλώσει… … Dictionary of Greek
ὑπόπτερον — ὑπόπτερος winged masc/fem acc sg ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέροις — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέρου — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέρους — ὑπόπτερος winged masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέρων — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέρῳ — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτερα — ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτερε — ὑπόπτερος winged masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτεροι — ὑπόπτερος winged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)