-
1 υπόπλακος
-
2 ὑπόπλακος
-
3 ὑπόπλακος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόπλακος
-
4 ὑπόπλακος
ὑπο-πλάκιος, u. ὑπό-πλακος, unter dem troischen Berge Πλάκος, am Fuße desselben gelegen; von πλάξ, in einer Ebene gelegen, auf ebenem Lande -
5 υποπλάκω
-
6 ὑποπλάκῳ
См. также в других словарях:
ὑπόπλακος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπλακος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) ὑποπλάκιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπόπλακος έχει προέλθει από τη φρ. ὑπό Πλάκῳ «κάτω από το τρωικό όρος Πλάκο» με εσφ. σύνθεση τών δύο λέξεων] … Dictionary of Greek
ὑποπλάκῳ — ὑπόπλακος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)