-
1 υπόθεμα
-
2 ὑπόθεμα
-
3 ὑπόθεμα
II ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ on the security of land, SIG672.25 (Delph., ii B. C.), CIG 2048 ([place name] Philippopolis);ἐπὶ ὑποθέμασιν ἀξιοχρέοις Inscr.Cos383.9
, cf. SIG976.48 (Samos, ii B. C.); ὑποθέματα (corrected to ὑποθήκας)λαβεῖν τῶν τε οἰκιῶν καὶ κτημάτων PCair.Zen.640.11
(iii B. C.); (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεμα
-
4 ὑπόθεμα,-ατοςτό N 3 1-0-0-0-0=1[/*] Ex 25,38
dish placed under a cup; neol.?Cf. LE BOULLUEC 1989, 264Lust (λαγνεία) > ὑπόθεμα,-ατοςτό N 3 1-0-0-0-0=1[/*] Ex 25,38
-
5 ὑπόθημα
A stand, base, IG11(2).144A60,67 (Delos, iv B. C.), Paus.10.16.2, Ath.5.210a, etc., cf. Poll.10.114; ὑ. κεφαλῆς, of a pillow, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.7: cf.ὑπόθεμα 1
: = [dialect] Att. θρανίον, acc. to Paus.5.11.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθημα
-
6 υποθεμάτων
-
7 ὑποθεμάτων
-
8 υποθέμασι
-
9 ὑποθέμασι
-
10 υποθέμασιν
-
11 ὑποθέμασιν
-
12 υποθέματα
-
13 ὑποθέματα
-
14 υποθέματι
-
15 ὑποθέματι
-
16 υποθέματος
-
17 ὑποθέματος
См. также в других словарях:
ὑπόθεμα — base neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόθεμα — το / ὑπόθεμα, ΝΑ [ὑποτίθημι] καθετί που τοποθετείται κάτω από κάτι άλλο ως υποστήριγμα, ως θεμέλιο ή ως βάση νεοελλ. 1. (φαρμ.) το υπόθετο 2. βοτ. το τμήμα τού δέντρου στο οποίο γίνεται η ένθεση τού εμβολίου και το οποίο δίνει το ριζικό σύστημα… … Dictionary of Greek
υπόθεμα — το, ατος 1. υπόστρωμα, υπόβαθρο, βάση. 2. (ιατρ.), υπόθετο (βλ. λ.). 3. τμήμα του δέντρου, όπου στερεώνεται το μπόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποθεμάτων — ὑπόθεμα base neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέμασι — ὑπόθεμα base neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέμασιν — ὑπόθεμα base neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέματα — ὑπόθεμα base neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέματι — ὑπόθεμα base neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέματος — ὑπόθεμα base neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν … Dictionary of Greek
βάτα — Αραιό στρώμα βαμβακιού που έχει και στις δύο πλευρές του επίχρισμα ξερής κόλλας και χρησιμοποιείται στη ραπτική για υπόθεμα ενδυμάτων και αντρικών καπέλων. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική watte ή τη γαλλική ouate. Η β. κατασκευάζεται με ειδική … Dictionary of Greek