-
1 исподлобья
επίρ.υπόδρα, βλοσσηρά•смотрть (глядеть) исподлобья κοιτάζω βλοσσηρά.
-
2 медведь
-я α.1. αρκούδα, άρκτος (αρσενικό)•белый медведь η λευκή ή πολική αρκούδα•
бурый медведь αρκούδα η κοινή (η καστανόχρωμη).
|| παλ. αρκουδόγουνα.2. μτφ. άνθρωπος άγαρμπος, αδέξιος, αρκουδάνθρωπος.εκφρ.смотреть ή глядеть -ем – κοιτάζω σαν την αρκούδα (βλέπω υπόδρα). -
3 набычиться
-чусь, -чишься ρ.σ. (απλ.) κοιτάζω σκυθρωπά (υπόδρα) σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω.
См. также в других словарях:
ὑπόδρα — from under indeclform (adverb) ὑ̱πόδρᾱ , ὑποδράω serve imperf ind act 3rd sg ὑπόδρᾱ , ὑποδράω serve pres imperat act 2nd sg ὑπόδρᾱ , ὑποδράω serve imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ὑπόδρᾱ , ὑποδρώω serve pres imperat act 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδρα — και μτγν. επικ. τ. ὑποδράξ Α επίρρ. (για βλέμμα) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ ὑπόδρα ἰδών», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπό και τη συνεσταλμένη βαθμίδα δρα κ τού ρ. δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. ἔ δρακ… … Dictionary of Greek
ὑποδράσαντος — ὑποδρά̱σαντος , ὑποδράω serve aor part act masc/neut gen sg (attic) ὑποδρά̱σαντος , ὑποδράω serve aor part act masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑποδρά̱σαντος , ὑποδρώω serve aor part act masc/neut gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρᾶν — ὑποδράω serve pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑποδράω serve pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑποδράω serve pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὑποδρᾶ̱ν , ὑποδράω serve pres inf act (epic doric) ὑποδράω serve pres inf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίπτω — ἐνίπτω (AM) λοιδορώ, κακολογώ αρχ. 1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.) 2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή] … Dictionary of Greek
υποδράξ — Α επίρρ. (μτγν. επικ. τ.) βλ. ὑπόδρα … Dictionary of Greek
υποδρής — ὁ, Μ (ποιητ. τ.) αυτός που κοιτάζει κάποιον ή κάτι με άγριο, αυστηρό ή εχθρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το επίρρ. ὑπόδρα] … Dictionary of Greek
υποδρασία — και ιων. τ. ὑποδρασίη, ἡ, Α [ὑπόδρα] (κατά τον Ησύχ.) 1. (ο ιων. τ.) ὑποδρασίη «ὑποψία» 2. (η αιτ. πληθ.) ὑποδρασίας «τὰς ἔχθρας» … Dictionary of Greek
derk̂- — derk̂ English meaning: to look Deutsche Übersetzung: “blicken” Note: punctual, wherefore in O.Ind. and intrinsic in Ir. linked suppletively with a cursive present other root Root derk ̂ : to look derived from Root ĝher 3 und… … Proto-Indo-European etymological dictionary
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary