-
1 υπόγλωσσον
ὑπόγλωσσονhorse-tongue: neut nom /voc /acc sgὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: masc /fem acc sgὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: neut nom /voc /acc sg -
2 ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσονhorse-tongue: neut nom /voc /acc sgὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: masc /fem acc sgὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: neut nom /voc /acc sg -
3 ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσ-ον, τό,A horse-tongue, Ruscus Hypoglossum, Dsc.4.129, cf. Plin.HN27.93.II ὑπόγλωττον, τό, = δάφνη Ἀλεξάνδρεια, Dsc. 4.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόγλωσσον
-
4 υπόγλωττον
ὑπόγλωσσον, ὑπόγλωσσονhorse-tongue: neut nom /voc /acc sgὑπόγλωσσον, ὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: masc /fem acc sgὑπόγλωσσον, ὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: neut nom /voc /acc sg -
5 ὑπόγλωττον
ὑπόγλωσσον, ὑπόγλωσσονhorse-tongue: neut nom /voc /acc sgὑπόγλωσσον, ὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: masc /fem acc sgὑπόγλωσσον, ὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: neut nom /voc /acc sg -
6 υπογλώσσου
ὑπόγλωσσονhorse-tongue: neut gen sgὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: masc /fem /neut gen sg -
7 ὑπογλώσσου
ὑπόγλωσσονhorse-tongue: neut gen sgὑπόγλωσσοςsomewhat talkative: masc /fem /neut gen sg -
8 ὑπογλώσσιος
A under the tongue, ὑ. βάτραχος, = sq. 1.1, Orib.Fr.22, Aët.8.39.2 = ὑπόγλωσσον 11, Plin.HN15.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπογλώσσιος
-
9 ὑπογλωσσίς
A swelling on the under side of the tongue, Hp.Morb.2.11,31.2 the under surface of the tongue, Poll.2.105, Hsch.II a kind of chaplet (prob. made from the ὑπόγλωσσον), Pl.Com.51.III pl., cough lozenges, Gal.13.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπογλωσσίς
См. также в других словарях:
ὑπόγλωσσον — horse tongue neut nom/voc/acc sg ὑπόγλωσσος somewhat talkative masc/fem acc sg ὑπόγλωσσος somewhat talkative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόγλωσσον — τὸ, Α βλ. ὑπόγλωσσος … Dictionary of Greek
ὑπόγλωττον — ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσον horse tongue neut nom/voc/acc sg ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσος somewhat talkative masc/fem acc sg ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσος somewhat talkative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογλώσσου — ὑπόγλωσσον horse tongue neut gen sg ὑπόγλωσσος somewhat talkative masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογλωσσίς — και αττ. τ. ὑπογλωττίς, ίδος, ἡ, Α 1. οίδημα στη στοματική κοιλότητα κάτω από τη γλώσσα 2. η κάτω επιφάνεια τής γλώσσας 3. ο χαλινός τής γλώσσας 4. φάρμακο για τον βήχα 5. στεφάνι από ὑπόγλωσσον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλῶσσα + επίθημα ίς,… … Dictionary of Greek
υποθυμίς — ίδος, και αιολ. τ. ὐπάθυμις, ύμιδος, ἡ, Α στεφάνι από λουλούδια το οποίο φορούσαν οι συμπότες γύρω από τον λαιμό τους προκειμένου να απολαμβάνουν έτσι καλύτερα το άρωμα αυτών τών λουλουδιών 2. είδος άγνωστου πτηνού 3. είδος στεφάνου που… … Dictionary of Greek
υπόγλωσσος — και αττ. τ. ὑπόγλωττος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα 2. ο κάπως φλύαρος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττον ονομασία δύο φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρό γλωσσος] … Dictionary of Greek