Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὑπόβρυχα

См. также в других словарях:

  • ὑπόβρυχα — under water indeclform (adverb) ὑπόβρυχος indeclform (adverb) ὑπόβρυχος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόβρυχα — Α επίρρ. βλ. ὑπόβρυχος …   Dictionary of Greek

  • βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • υπόβρυχος — ον, ΜΑ υποβρύχιος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόβρυχα υποβρυχίως, κάτω από την επιφάνεια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»