-
1 ὑπό-βραχυς
ὑπό-βραχυς, υ, etwas kurz, ὑπόβραχυ, adv., allmälig, καὶ ἡσυχῇ ὑποχωρεῖν Ael. H. A. 4, 34.
-
2 ὑπο-βρύχω
См. также в других словарях:
υπόβραχυ — Α επίρρ. βαθμηδόν, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βραχύ(ς)] … Dictionary of Greek