Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπωπιασμός

См. также в других словарях:

  • ὑπωπιασμός — suggillatio masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπωπιασμός — ὁ, Α [ὑπωπιάζω] βάσανο, ταλαιπωρία …   Dictionary of Greek

  • ὑπωπιασμοῖς — ὑπωπιασμός suggillatio masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωπιασμοῦ — ὑπωπιασμός suggillatio masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωπιασμῶν — ὑπωπιασμός suggillatio masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωπιασμῷ — ὑπωπιασμός suggillatio masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπωπιασμόν — ὑπωπιασμός suggillatio masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»