-
1 υποφθεγγομαι
произносить тихо или вполголоса Plat.ἡσυχῇ ὑπεφθέγξατο Luc. — он тихо и спокойно сказал;
ὑπεφθέγγετο τυφλόν Plut. — (собака) ответила приглушенным лаем;ὑ. τινί τι Plut. — вполголоса сказать что-л. кому-л.
См. также в других словарях:
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek