1 υποτανυω
(ἕρματα Hom. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь > υποτανυω
υποτανύω — Α απλώνω αποκάτω («ὑπὸ δ ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τανύω «τεντώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek