-
1 ὑπο-τέμνω
ὑπο-τέμνω, ion. ὑποτάμνω (s. τέμνω), darunter od. vorn wegschneiden, heimlich, listig wegschneiden, μὴ ὑποτέμνων πηγὰς ἰδιώτου μηδενός Plat. Legg. VIII, 844 a; τινὶ τὴν ὁδόν, Einem den Weg listig abschneiden, auch med., ὑποτέμνεσϑαί τινι τὰς ὁδούς Ar. Equ. 291; u. ὑποτέμνεσϑαι ταῖς ὁδοῖς τοὺς διώκοντας Ael. H. A. 7, 6; ὑποτεμοῠνται ἡμᾶς Xen. Cyr. 1, 4,19; auch τὴν ἐλπίδα, die Hoffnung abschneiden, vereiteln, Hell. 2, 3,34. 7, 1,29; τὴν ἐπίνοιαν, τὰς ὁρμάς, Pol. 36, 1,1. 18, 21, 1; τὰς ἀγκύρας, kappen, Plut. Ant. 22. – Pass., ὑποτάμνεσϑαι ἀπὸ νεῶν, von den Schiffen abgeschnitten werden, Her. 5, 86, u. Sp., wie Luc. u. Plut.
-
2 προς-υπο-τέμνω
προς-υπο-τέμνω (s. τέμνω), noch dazu einschneiden, Sp.
-
3 προ-ϋπο-τέμνω
προ-ϋπο-τέμνω (s. τέμνω), vorher darunter wegschneiden, Sp., übtr., Heliod. 4, 18.
-
4 ὑποτέμνω
ὑπο-τέμνω, darunter od. vorn wegschneiden, heimlich, listig wegschneiden; τινὶ τὴν ὁδόν, einem den Weg listig abschneiden; τὴν ἐλπίδα, die Hoffnung abschneiden, vereiteln; τὰς ἀγκύρας, kappen. Pass., ὑποτάμνεσϑαι ἀπὸ νεῶν, von den Schiffen abgeschnitten werden -
5 προςυποτέμνω
-
6 προϋποτέμνω
См. также в других словарях:
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
υδροτομία — η, Ν ιατρ. μέθοδος που διευκολύνει την εκτέλεση λεπτών τομών με την συνεχή έγχυση νερού υπό πίεση μέσα στην κύρια αρτηρία τού προς εξέταση οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrotomie (< υδρ[ο] * + τομία < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek