-
1 ὑπο-στάτης
ὑπο-στάτης, ὁ, der Daruntergestellte, Darunterstehende, bes. die untergestellte Gabel od. Stütze, Plut. Coriol. 24 u. a. Sp. – Der Untersatz für ein λουτήριον, Paus. 10, 26, 9, unter dem Milchgefäß, wie ὑποκρητηρίδιον. – Auch der Grundlage Gebende, der Schöpfer, K. S.
-
2 ὑποστάτης
ὑπο-στάτης, ὁ, der Daruntergestellte, Darunterstehende, bes. die untergestellte Gabel od. Stütze. Der Untersatz für ein λουτήριον, unter dem Milchgefäß. Auch der Grundlage Gebende, der Schöpfer -
3 υποστατης
См. также в других словарях:
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
θερμοστάτης — Συσκευή ευαίσθητη στη θερμοκρασία του χώρου όπου βρίσκεται (αέρας, αέριο, υγρό κλπ.), η οποία παρέχει αυτόματα μία εντολή χειρισμού, όταν η θερμοκρασία φτάσει την τιμή για την οποία έχει αυτός ρυθμιστεί. Ο συνηθέστερος τύπος θ. είναι ο ηλεκτρικός … Dictionary of Greek
κλινοστάτης — ο βοτ. όργανο που αποτελείται από κατακόρυφο περιστρεφόμενο δίσκο, με τον οποίο επιτυγχάνεται η εξουδετέρωση τής καμπτικής δράσης τής βαρύτητας πάνω στο φυτό που βρίσκεται υπό πειραματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clinostat <… … Dictionary of Greek
λινοστατώ — λινοστατῶ, έω (Α) 1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια 2. παθ. λινοστατοῡμαι, έομαι περικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (<… … Dictionary of Greek