-
1 υποσκαζω
прихрамывать Luc.ἂν χωλῷ παροικήσῃς, ὑ. μαθήσῃ — пословица Plut. если поживешь с хромым, научишься прихрамывать (ср. с кем поведешься, от того и наберешься)
См. также в других словарях:
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek