-
1 ὑπο-μνηστικός
ὑπο-μνηστικός, ή, όν, erinnernd, S. Emp. pyrrh. 2, 99, oft; τὸ ὑπομνηστικόν, = ὑπόμνημα, Sp.
-
2 ὑπομνηστικός
ὑπο-μνηστικός, ή, όν, erinnernd
1 ὑπο-μνηστικός
ὑπο-μνηστικός, ή, όν, erinnernd, S. Emp. pyrrh. 2, 99, oft; τὸ ὑπομνηστικόν, = ὑπόμνημα, Sp.
2 ὑπομνηστικός