-
1 ὑπο-λήνιον
ὑπο-λήνιον, τό, ein unter die Kelter zu setzendes Gefäß, Wein oder Oel hineinlaufen zu lassen, übh. Trog, Sp., wie Geopon.
-
2 ὑπολήνιον
ὑπο-λήνιον, τό, ein unter die Kelter zu setzendes Gefäß, Wein oder Öl hineinlaufen zu lassen, übh. Trog -
3 υποληνιον
См. также в других словарях:
πολήνι — και πολήμι, το, Ν το υπό τον ληνό κοίλο κτίσμα στο οποίο συγκεντρώνεται ο μούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπο λήνιον < υπό + ληνός] … Dictionary of Greek