Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπο-κύπτω

См. также в других словарях:

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • καθυποκύπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκύπτω) 1. υποτάσσομαι 2. υποτάσσω κάποιον, υποδουλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + υπο κύπτω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»