-
1 υποκλινομαι
1) ложиться снизуὑ. τινι Hom., Anth. — ложиться подо что-л. или в тени чего-л.
2) обвисать, становиться дряблым(μαζὸς ὑπεκλίνθη Anth.)
См. также в других словарях:
εφυποκλίνομαι — ἐφυποκλίνομαι (Μ) κάνω εδαφιαία υπόκλιση, υποκλίνομαι ώς το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπο κλίνομαι] … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek