-
1 υποκλεπτω
1) незаметно похищать Pind., Babr.2) утаивать, скрывать, прятать(ὀπωπέν φώριον Anth.)
ὑ. ἑαυτόν Luc. — незаметно скрываться;φιλία ὑποκλεπτομένη Anth. — тайная любовь3) обманывать(ζῆλόν τινος Anth.)
См. также в других словарях:
καθυποκλέπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκλέπτω) 1. κλέβω κάτι κρυφά 2. κάνω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπό κλέπτω] … Dictionary of Greek