-
1 ὑπο-κηρύσσω
-
2 κηρύσσω
κηρύσσω, att. κηρύττω (κηρύξομαι pass. Eur. Phoen. 1631), ein Herold sein, das Amt des Herolds verwalten; κηρύσσων γήρασκε, er wurde alt im Heroldsdienste, Il. 17, 325; als Herold ausrufen, 2, 438 Od. 2, 8 u. öfter; λαὸν ἀγορήνδε, das Volk zur Versammlung rufen, Il. 2, 51 Od. 2, 7; πόλεμόνδε II. 2, 443; daher κηρύσσειν τινά, Einen herbeirufen, Ar. Ach. 756; – verkündigen, melden, befehlen; αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαις Pind. P. 4, 200; Tragg. oft, οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε Soph. Ant. 446, ἀγῶνας Ἀργείοις κηρῠξαι Ai. 1240, ταῦτ' ἐκηρύχϑη πόλει, dies wurde gemeldet, O. R. 937; auch in Prosa, κεκηρυγμένα μήνυτρα Andoc. 1, 40; ἡ πόλις ἐκηρύχϑη Lys. 19, 63, u. sonst, wo es auch impers. heißt κηρύσσει, sc. ὁ κήρυξ, man ruft öffentlich aus, verkündet durch Heroldsruf, Xen. An. 3, 4, 36; – laut ausrufen, öffentlich feilbieten lassen, Plut. Galb. 5 u. a. Sp.; pass. so, Her. 6, 121 χρήματα αὐτοῦ κηρυσσόμενα ὑπὸ τοῠ δημίου; κηρύσσω τὸν Ἔρωτα Mel. 91 (V, 177), wie einen entlaufenen Sklaven bekannt machen; – ϑεούς, laut anrufen, Eur. Hec. 148. – Vom Hahn, krähen, Antp. Sid. 5 (V, 3), vgl. κήρυξ. – Im N. T. u. bei K. S. predigen, öffentlich lehren, absol., Matth. 3, 1.
-
3 ἀπο-κηρύσσω
ἀπο-κηρύσσω, öffentlich durch den Herold ausrufen lassen, a) verbieten, μηδένα συστρατεύειν Xen. Hell. 5, 2, 27. – b) sich von seinem Sohne lossagen, ihn enterben, υἱόν Plat. Legg. XI, 929 c; παῖς ἀποκεκηρυγμένος 928 e; vgl. Dem. 39, 39 u. Luc. Abdic. – c) öffentlich verkaufen (ὑπὸ κήρυκι πωλεῖν Ammon.), Her. 1, 194, in tmesi; Dem. 23. 201; Luc. oft, z. B. πόσου τοῦτον ἀποκηρύττεις Vit. auct. 6.
-
4 ὑποκηρύσσω
ὑπο-κηρύσσω, durch den Herold od. Ausrufer öffentlich bekannt machen od. ausrufen lassen; dah. zum Verkauf öffentlich feil bieten lassen
См. также в других словарях:
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
υποκηρύσσω — και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω] 1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου) 2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… … Православная энциклопедия