-
1 ὑπο-κατ-εσθίω
ὑπο-κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω), heimlich verzehren, Sp.
-
2 κατ-εσθίω
κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω u. κατέδω), verzehren, auffressen; vom Drachen, ἔνϑ' ὅγε τοὺς κατήσϑιε τετριγῶτας Il. 2, 314, nachh. κατέφαγε; von Hunden, σὲ κατέδονται 22, 89; vom Delphin, 21, 24; Eur. Cycl. 341; Ar. Plut. 1130; χοιρίδιον κατεδηδοκώς Par 338, öfter; in Prosa, ὠμὸν κατεσϑίειν, wie wir sagen »Einen mit Haut u. Haaren auffressen«, Xen. An. 4, 8, 14 u. Folgde; übertr. verzehren, aufzehren, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od. 15, 12; εἴ τις πατρῴαν παραλαβὼν γῆν καταφάγοι Menand. bei Ath. IV, 166 c; τὰ κοινὰ πρὶν λαχεῖν κατεσϑίεις Ar. Equ. 258; τὰ πατρῷα κατεδηδοκέναι Aesch. 1, 94; τὴν πατρῴαν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλ' εἰ οἷόν τ' ἐστὶν εἰπεῖν καὶ κατέπιεν ib. 96; Dem. u. Sp., bes. durch Schlemmerei durchbringen; – λίϑοι οὐ κατεδηδεσμένοι οὐδὲ διεφϑαρμένοι ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης Plat. Phaed. 110 f; – κατεδήδοται steht D. Hal. 1, 55.
-
3 ὑποκατεσθίω
-
4 κατεσθιω
эп. (fut. κατέδομαι, aor. 2 κατέφαγον, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pf. pass. κατεδήδεσμαι)1) съедать, пожирать(τοὺς τετριγῶτας νεοσσούς, ταῦρον, βοῦς Hom.; τὰ φύλλα Her.; ὑπ΄ ὄφεων κατεδηδεσμένος Arst.)
ὠμὸν κ. τινά Xen. — съесть живьем, т.е. полностью уничтожить кого-л.2) перен. пожирать, истреблять, расточать(τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Arph.; τὰ ὄντα Dem.; τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν NT.)
3) разъедать4) терзать(ὅ ζῆλος κατέφαγέ - v. l. καταφάγεταί - με NT.). - см. тж. κατέδω
См. также в других словарях:
κατεσθίω — και κατέσθω (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ. β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.) 3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους»,… … Dictionary of Greek