1 ὑποῤῥαΐζω
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ὑποῤῥαΐζω
2 ὑπο-ρᾱΐζω
ὑπο-ρᾱΐζω, = ὑποῤῥαΐζω, w. m. s.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὑπο-ρᾱΐζω
υπορραΐζω — και δ. γρφ. ὑποραΐζω Α αρχίζω να γίνομαι καλύτερα, καλυτερεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥαΐζω «αναπαύομαι, ησυχάζω»] … Dictionary of Greek
υποραΐζω — Α βλ. ὑπορραΐζω … Dictionary of Greek