-
1 υποιαχω
-
2 υποπροχεω
См. также в других словарях:
υποϊάχω — Α εκβάλλω χαμηλό ήχο ή εκβάλλω ήχο ως απάντηση («ψυχρὸν δ ἀχραὲς κράνα ὑποϊάχει», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰάχω «βγάζω κραυγή, φωνάζω»] … Dictionary of Greek
1 υποιαχω
2 υποπροχεω
υποϊάχω — Α εκβάλλω χαμηλό ήχο ή εκβάλλω ήχο ως απάντηση («ψυχρὸν δ ἀχραὲς κράνα ὑποϊάχει», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰάχω «βγάζω κραυγή, φωνάζω»] … Dictionary of Greek