-
1 ὑποχωρέω
A- ήσομαι Luc.Tox. 11
:—go back, retire, withdraw, Il.6.107, 22.96; χώρησαν δ' ὑπό τε πρόμαχοι .. 4.505; ὑ. ἐς τὴν Σάμον, εἰς Σικυῶνα, Th.8.79, Is.6.20;πρὸς αἱμασιάν Th.4.43
;παρὰ Τισσαφέρνην Id.8.45
; freq. in part., ὑποχωρῶν ᾤχετο, ὑποχωρήσαντες φεύγουσι, Is.4.28, D.22.66; of a lion,βάδην ὑ. Arist.HA 629b14
; of long-horned kine,νέμεσθαι ὑποχωροῦντας Id.PA 659a20
; εἰς τὰ βαθέα ὑ., of eels, Id.HA 592a27, etc.2 c. gen., withdraw from,ὑ. τῆς χώρης Hdt.1.207
;ὑ. τοῦ πεδίου X.Cyr.2.4.24
;τοῦ βίου IG12(7).395.9
([place name] Amorgos): c. dat., gave way to,Pl.
R. 560a;τὸν ἥσσω τῷ κρατοῦντι ὑ. Th.1.77
; but ὑ. τῷ δαίμονι try to escape from.., Plu.Brut.40.b κἀκεῖνος ὑπεχώρησεν αὐτῷ τοῦ θρόνου he ([place name] Aeschylus) gave Sophocles a share of the throne, Ar.Ra. 790 (not surrendered it, which would be παρεχώρησεν) ; τοὺς πρεσβυτέρους ἐντρέπεσθαι.. ὁδῶν ὑποχωροῦντας making way for them on the streets (not ' retiring from the streets'), Plu.2.237d.3 c. acc., avoid, shun,μηδένα ὄχλον [νεῶν] Ἀθηναῖοι ὄντες ὑποχωρεῖν Th. 2.88
; so perh. to be taken in Il.13.476, μένεν.., οὐδ' ὑπεχώρει, Αἰνείαν ἐπιόντα; cf. Pl.Sph. 240a, D.H.6.93, Luc.Tox.36.II pass off below, esp. by way of stool,σάρκες Hp.Aph.4.26
, etc.;εἰ ταχέως ὑποχωρεῖ τῶν ὑποχονδρίων Gal.6.56
, cf. 253:—in [voice] Med., Hp.Aph. 7.67.III go on steadily, εἰρεσία ὑπεχώρησεν ἐκ παλαμᾶν the rowing went on, stroke after stroke, Pi.P.4.202.IV Ἡγέλοχος οὕτω προηνέγκατο (sc. γαλην ὁρῶ) ὥστε μὴ ὑποχωρῆσαι ἐκ τῆς συναλοιφῆς τὸ γαληνά, ἀλλὰ διαχωρῆσαι μᾶλλον, ὥστε δόξαι τὴν γαλῆν εἰπεῖν Sch.Ar.Ra. 305 (dub. sens.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχωρέω
-
2 ὑποχώρημα
A downward evacuation, Hp.Aph.7.68 (pl.), Thphr.Char.20.6 (pl.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχώρημα
-
3 ὑποχώρησις
A retirement, retreat, πεδιναὶ ὑ. retirements by the plains, Plb.1.34.8; πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑ. make one's retreat by sea, Id.1.28.9;αἰδὼς τολμήσεως ὑ. Pl.Def. 412c
.II ὑ. τῆς γαστρός an evacuation of the bowels by stool, Hp. Morb.3.16, Gal.6.649: abs., Hp.Aph.4.83, Epid.7.3,5, Dieuch. ap. Orib.4.7.15, Mnesith. ap. Orib.8.38.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχώρησις
-
4 ὑποχωρητικός
A relaxing, evacuating, Hp. Loc.Hom.13, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχωρητικός
-
5 ὑποχωρίζω
A separate, divide before some one, Sch.Il.24.96 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχωρίζω
-
6 ὑποψάθυρος
A somewhat crumbling or friable,διαχωρήματα Hp.Prorrh.1.116
(codd. and Gal.), cf. Coac. 598 ([suff] ὑποχωρ-ψάφαρον codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποψάθυρος
См. также в других словарях:
ζήτια — και ζητιά η ζητιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ, υποχωρ. σχηματισμός πρβλ. κατηγορώ κατηγόρια, βλαστημώ βλαστήμια] … Dictionary of Greek
ισομερίζομαι — χημ. υφίσταμαι ισομερισμό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomerize < isomer, υποχωρ. παρ. τού isomeric (πρβλ. ισομερής) + κατάλ. ize] … Dictionary of Greek
κουτσομπόλης — ο, θηλ. κουτσομπόλα αυτός που συζητά και επικρίνει ή διαδίδει, συνήθως κακόβουλα, υποθέσεις τρίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. παρ. τού ρ. κουτσομπολιάζω] … Dictionary of Greek
μπουμπούνας — ο χοντροκέφαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πιθ. υποχωρ. σχηματισμένη από το ρ. μπουμπουνίζω. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το λατ. Bubona «θεά προστάτιδα τών βοδιών» (< λατ. bos, bovis) δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek
ξέπλεκος — και ξέπλεγος, η, ο 1. (συν. για μαλλιά) ξεπλεγμένος, λυτός 2. αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξεπλέκω] … Dictionary of Greek
ξενύχτι — το η διανυκτέρευση σχεδόν μέχρι το πρωί λόγω εργασίας ή διασκέδασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξενυχτώ (πρβλ. κυνηγώ: κυνήγι)] … Dictionary of Greek
οφειλή — η (ΑΜ ὀφειλή) 1. ό,τι οφείλει κάποιος, χρέος 2. καθήκον, υποχρέωση («ἀπόδοτε οὖν πᾱσι τὰς ὀφειλάς», ΚΔ) νεοελλ. (νομ.) η υποχρέωση για παροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ρ. ὀφείλω] … Dictionary of Greek
οψαρτύω — ὀψαρτύω (Α, Μ ὀψοαρτύω) παρασκευάζω ή καρυκεύω εδέσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ουσ. ὀψαρτυτής] … Dictionary of Greek
σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ … Dictionary of Greek