-
1 υποφήτης
-
2 ὑποφήτης
-
3 ὑποφήτης
A suggester, interpreter, expounder, esp. of the divine will or judgement, e.g. priest who declares an oracle, Il.16.235; Μουσάων ὑποφῆται, i.e. poets, Theoc.16.29, 17.115;ἑτέρων ὑ. Id.22.116
;Γλαῦκος.. Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311
, cf. Porph. ap. Iamb.Myst.5.1, Orib.Syn.8.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποφήτης
-
4 ὑποφήτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποφήτης
-
5 υποφήτα
-
6 ὑποφῆτα
-
7 υποφήτας
ὑποφήτᾱς, ὑποφήτηςsuggester: masc acc plὑποφήτᾱς, ὑποφήτηςsuggester: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 ὑποφήτας
ὑποφήτᾱς, ὑποφήτηςsuggester: masc acc plὑποφήτᾱς, ὑποφήτηςsuggester: masc nom sg (epic doric aeolic) -
9 υποφήται
-
10 ὑποφῆται
-
11 υποφητών
-
12 ὑποφητῶν
-
13 υποφήταις
-
14 ὑποφήταις
-
15 υποφήτην
-
16 ὑποφήτην
-
17 υποφήτου
-
18 ὑποφήτου
-
19 ὑποφητεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποφητεύω
-
20 ὑποφήτωρ
A = ὑποφήτης, Μοῦσαι.. ὑποφήτορες.. ἀοιδῆς A.R.1.22; Πιερίδων ὑ., of poets, AP14.1 (Socr.), cf. Epic. Oxy.1015.1;μύθων ὑ. Man.3.326
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποφήτωρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑποφήτης — suggester masc nom sg ὑποφή̱της , ὑποφῆτις fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφήτης — ου, ὁ, θηλ. ὑποφῆτις, ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, άτιδος, Α 1. χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής τής θείας βούλησης·2. φρ. «Μουσάων ὑποφῆται» οι ποιητές (θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φήτης (< φημί «λέγω»), πρβλ. προ φήτης] … Dictionary of Greek
ὑποφῆτα — ὑποφήτης suggester masc voc sg ὑποφήτης suggester masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφητῶν — ὑποφήτης suggester masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφῆται — ὑποφήτης suggester masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφήταις — ὑποφήτης suggester masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφήτην — ὑποφήτης suggester masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφήτου — ὑποφήτης suggester masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. ὑποφήτης* 2. ως επίθ. προφητικός («ὑποφήτορι μύθω», Νόνν.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποφήτορες ὑποτεταγμένοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὑποφήτης κατά τα ουσ. σε τωρ (πρβλ. προφή τωρ: προφήτης)] … Dictionary of Greek
υποφητεία — ἡ, ΜΑ [ὑποφήτης] το να είναι κανείς ὑποφήτης* («ἡ μὲν προφητεία πρὸ τοῡ γενέσθαι λέγει τὰ ὕστερον γενησόμενα, ἡ δὲ ὑποφητεία τὸ γινόμενον ἢ τὸ γενόμενον λέγει καὶ περὶ τούτου αὐτοῡ τὰ παρεστῶτα ἢ καὶ τὰ ὅσον οὕπω ἐπελευσάμενα», λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek
υποφητεύω — ΜΑ [ὑποφήτης] 1. είμαι ὑποφήτης*, ἔχω το αξίωμα τού ὑποφύτη 2. προφητεύω («ὑποφητεύει τῷ θείῳ θελήματι», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek