Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπουργῷ

См. также в других словарях:

  • υπουργώ — ὑπουργῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. είμαι υπουργός (μσν.αρχ.) 1. προσφέρω υπηρεσία σε κάποιον (α. «σοὶ βουλόμενος ὑπουργέειν», Ηρόδ. β. «μισθὸς ἐργάτου ὑπουργοῡντος Σάρατι κονιατῇ», πάπ.) 2. ενισχύω, προάγω κάτι (α. «ὑπουργῆσαι τῷ πράγματι», Φώτ …   Dictionary of Greek

  • ὑπουργῶ — ὑπουργέω render service pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπουργέω render service pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπουργός rendering service masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργῷ — ὑπουργός rendering service masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργώ — ὑπουργός rendering service masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • καθυπουργώ — καθυπουργῶ, έω (AM) (επιτατ. τού υπουργώ) προσφέρω υπηρεσίες μσν. υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ουργῶ «υπηρετώ» < ὑπ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • προσυπουργώ — έω, Α βοηθώ κάποιον επί πλέον («καὶ τοῡτο προσυπουργῆσαι παρεκελεύετο», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπουργῶ «υπηρετώ, βοηθώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνυπουργώ — έω, Α βοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπουργῶ «υπηρετώ, βοηθώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπουργήσιμος — η, ο, Ν αυτός που είναι πιθανόν να γίνει υπουργός («ο τάδε φέρεται ως υπουργήσιμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπουργώ + κατάλ. σιμος (πρβλ. συζητή σιμος). Η λ., στον πληθ. ὑπουργήσιμοι, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • υπούργημα — ήματος, το / ὑπούργημα, ΝΑ [ὑπουργῶ] νεοελλ. δημόσιο αξίωμα, κυρίως ανώτερη δημόσια θέση αρχ. εξυπηρέτηση, προσφορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»