-
1 υποτίμησιν
ὑποτίμησιςestimate of one's own liability: fem acc sgὑποτί̱μησιν, ὑποτιμάομαιpres ind act 3rd sgὑποτιμάωname the price of: pres ind act 3rd sg -
2 ὑποτίμησιν
ὑποτίμησιςestimate of one's own liability: fem acc sgὑποτί̱μησιν, ὑποτιμάομαιpres ind act 3rd sgὑποτιμάωname the price of: pres ind act 3rd sg -
3 υποτιμησις
- εως ἥ смягчающее обстоятельство, извинение Luc.οὐχ ὑποτίμησιν εἰπών Plut. — не приводя ничего в свое оправдание, т.е. для своего отвода
См. также в других словарях:
ὑποτίμησιν — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem acc sg ὑποτί̱μησιν , ὑποτιμάομαι pres ind act 3rd sg ὑποτιμάω name the price of pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτίμηση — η / ὑποτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. μείωση τής τιμής ενός αγαθού («υποτίμηση τών καπνών σε σχέση με πέρυσι») 2. μείωση τής συναλλακτικής αξίας τής εθνικής νομισματικής μονάδας σε όρους χρυσού, αργύρου ή ξένου νομίσματος, η οποία… … Dictionary of Greek