Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποτίμησιν

См. также в других словарях:

  • ὑποτίμησιν — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem acc sg ὑποτί̱μησιν , ὑποτιμάομαι pres ind act 3rd sg ὑποτιμάω name the price of pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτίμηση — η / ὑποτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. μείωση τής τιμής ενός αγαθού («υποτίμηση τών καπνών σε σχέση με πέρυσι») 2. μείωση τής συναλλακτικής αξίας τής εθνικής νομισματικής μονάδας σε όρους χρυσού, αργύρου ή ξένου νομίσματος, η οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»