-
1 υποτυπώσασθαι
-
2 ὑποτυπώσασθαι
См. также в других словарях:
ὑποτυπώσασθαι — ὑποτυπόω sketch out aor inf mid ὑποτυπόω sketch out aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτυπώνω — ὑποτυπῶ, όω, ΝΜΑ [ὑπότυπος] σχεδιάζω κάτι σε γενικές γραμμές, σκιαγραφώ (α «υποτυπώνω πρόχειρο σχέδιο τής οικοδομής» β «τὴν συγγραφὴν ὑποτυπώσασθαι καὶ γράψαι», πάπ. γ. «ταῡτα ὑπετυπώθη κεφαλαιωδῶς», Πολ.) μσν. σχηματίζω μια ιδέα, φαντάζομαι ||… … Dictionary of Greek