-
1 υποτυπωτικος
См. также в других словарях:
υποτυπωτικός — ή, όν, Α [ὑποτυπῶ] πολύ συνοπτικός, περιληπτικός. επίρρ... ὑποτυπωτικῶς Α περιληπτικά, συνοπτικά … Dictionary of Greek
ὑποτυπωτικόν — ὑποτυπωτικός by way of outline masc acc sg ὑποτυπωτικός by way of outline neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτυπωτικήν — ὑποτυπωτικός by way of outline fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτυπωτικῶς — ὑποτυπωτικός by way of outline adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτυπωτικώς — Α επίρρ. βλ. ὑποτυπωτικός … Dictionary of Greek