Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑποτυπωτικός

См. также в других словарях:

  • υποτυπωτικός — ή, όν, Α [ὑποτυπῶ] πολύ συνοπτικός, περιληπτικός. επίρρ... ὑποτυπωτικῶς Α περιληπτικά, συνοπτικά …   Dictionary of Greek

  • ὑποτυπωτικόν — ὑποτυπωτικός by way of outline masc acc sg ὑποτυπωτικός by way of outline neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτυπωτικήν — ὑποτυπωτικός by way of outline fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτυπωτικῶς — ὑποτυπωτικός by way of outline adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτυπωτικώς — Α επίρρ. βλ. ὑποτυπωτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»