-
1 υποτριζω
-
2 ὑποτρίζω
A cry, squeak, or chirp, of fowls, Ael.NA7.7; of cats, ib.7.8.2 of things,λεπτὸν ὑ. Nonn.D.11.219
, AP11.352 (cod. Plan., Agath.).3 crepitate, Antyll. ap. Orib.45.3.4:—freq. with v. l. ὑποτρύζ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτρίζω
-
3 υποτρίζω
αμετ. поскрипывать, слегка скрипеть -
4 ὑποτρίζω
ὑπο-τρίζω, leise, sachte schwirren -
5 υποτρυζω
-
6 υποτρίζοντα
ὑποτρίζωcry: pres part act neut nom /voc /acc plὑποτρίζωcry: pres part act masc acc sg -
7 ὑποτρίζοντα
ὑποτρίζωcry: pres part act neut nom /voc /acc plὑποτρίζωcry: pres part act masc acc sg -
8 υποτρίζουσιν
ὑποτρίζωcry: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ὑποτρίζωcry: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
9 ὑποτρίζουσιν
ὑποτρίζωcry: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ὑποτρίζωcry: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
10 υποτρίζειν
-
11 ὑποτρίζειν
-
12 υποτρίζουσαι
-
13 ὑποτρίζουσαι
-
14 υποτρίζων
-
15 ὑποτρίζων
-
16 скрипеть
-шло, -пишьρ.δ.1. τρίζω•пол -ит το πάτωμα τρίζει•
скрипеть зубами τρίζω τα δόντια•
скрипеть легко υποτρίζω, σιγοτρίζω.
|| μιλώ ηχηρά.2. μτφ. ψοφοζώ, κακ,οζω, ίσια-ίσια που κρατιέμαι στη ζωή. -
17 ὑποτρύζω
A murmur, hum in an undertone, [ ὑποτρύ] ζουσιν ἀοιδῇ prob. in Call. in PSI11.1219.1; νήτη.. λεπτὸν -τρύζουσα, of a chord, AP11.352 (cod. P, Agath.); cf. ὑποτρίζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτρύζω
См. также в других словарях:
υποτρίζω — ὑποτρίζω ΝΜΑ [τρίζω] νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση τού θώρακα σε διάφορες παθήσεις τού αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή … Dictionary of Greek
ὑποτρίζοντα — ὑποτρίζω cry pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποτρίζω cry pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίζουσιν — ὑποτρίζω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποτρίζω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίζειν — ὑποτρίζω cry pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίζουσαι — ὑποτρίζω cry pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρίζων — ὑποτρίζω cry pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτρίζοντες — οι, Ν βλ. υποτρίζω … Dictionary of Greek
υποτριγμός — ο, Ν ελαφρό τρίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτρίζω. Η λ., στον πληθ. ὑποτριγμοί, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek