-
1 ὑποτροπικός
ὑπο-τροπικός, ή, όν, zurückkehrend, immer wiederkommend -
2 ὑπό-τροπος
ὑπό-τροπος, zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; ὑπότροπος αὖτις Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; ὑπότροπος οἴκαδε Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie ὑποτροπικός.
См. также в других словарях:
υποτροπικός — (I) ή, ό / ὑποτροπικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποτροπή] (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει υποτροπή σε ορισμένες περιόδους. (II) ή, ό, Ν 1. (γεωγρ. μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές… … Dictionary of Greek
υποτροπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. (για αρρώστια), αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζεται με υποτροπή. 2. (γεωγρ.), αυτός που βρίσκεται κοντά στις τροπικές ζώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποτροπικόν — ὑποτροπικός indicating relapse masc acc sg ὑποτροπικός indicating relapse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek