Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποτιμήσεως

См. также в других словарях:

  • ὑποτιμήσεως — ὑποτιμήσεω̆ς , ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»