-
1 υποτιμήσεσι
-
2 ὑποτιμήσεσι
См. также в других словарях:
ὑποτιμήσεσι — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υποτιμήσεσι
2 ὑποτιμήσεσι
ὑποτιμήσεσι — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)