Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑποτελής

См. также в других словарях:

  • ὑποτελής — subject to taxes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτελής — ές / ὑποτελής, ές, ΝΜΑ 1. (για χώρα ή πόλη) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη κυριαρχία αλλά εξαρτάται από άλλη, ισχυρότερη πολιτεία (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῑς και δοῡλοι γεγονότες», Πλούτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • ὑποτελῆς — ὑποτελέω pay pres ind act 2nd sg (doric) ὑποτελέω pay fut ind act 2nd sg (doric) ὑποτελέω pay pres ind act 2nd sg (doric) ὑποτελής subject to taxes masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑποτελής subject to taxes masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο υπόχρεος σε φορολογία (σε τέλη). 2. υποχείριος, υπόδουλος: Υποτελής λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτελῆ — ὑποτελής subject to taxes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑποτελής subject to taxes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑποτελής subject to taxes masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτελές — ὑποτελής subject to taxes masc/fem voc sg ὑποτελής subject to taxes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτελοῦς — ὑποτελής subject to taxes masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτελέσι — ὑποτελής subject to taxes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτελέσιν — ὑποτελής subject to taxes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • υποτέλεια — η, Ν 1. το να είναι κανείς υποτελής, να είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει τέλη σε ισχυρότερο 2. το να είναι κανείς υπόδουλος 3. βιολ. η αποτυχία ενός γονιδίου από ένα ζεύγος αλληλόμορφων γονιδίων που υπάρχει σε ένα άτομο να εκφραστεί κατά ορατό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»