Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑποτελές

См. также в других словарях:

  • ὑποτελές — ὑποτελής subject to taxes masc/fem voc sg ὑποτελής subject to taxes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… …   Dictionary of Greek

  • επικυριαρχία — η [επικυρίαρχος] το δικαίωμα κράτους να ασκεί κυριαρχία σε άλλο υποτελές, το οποίο έχει δική του κυβέρνηση αλλά περιορισμένη αυτονομία …   Dictionary of Greek

  • κανό — I (Kano). Πόλη (3.329.900 κάτ. το 2003) της Νιγηρίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (20.131 τ. χλμ., 9.728.300 κάτ.). Αποτελεί κέντρο της φυλής των Xάουσα και ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τα πανάρχαια χρόνια από έναν σιδερά που… …   Dictionary of Greek

  • μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… …   Dictionary of Greek

  • συνδακτυλία — η, Ν 1. ιατρ. συγγενής διαμαρτία διάπλασης που χαρακτηρίζεται από την απουσία διαχωρισμού τών δακτύλων τών χεριών και τών ποδιών 2. (κτην.) χαρακτηριστικό τών ζωικών ειδών τα οποία έχουν δάκτυλα ενωμένα μεταξύ τους ή ολοκληρωτικά ή σε ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • υποτέλεια — η, Ν 1. το να είναι κανείς υποτελής, να είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει τέλη σε ισχυρότερο 2. το να είναι κανείς υπόδουλος 3. βιολ. η αποτυχία ενός γονιδίου από ένα ζεύγος αλληλόμορφων γονιδίων που υπάρχει σε ένα άτομο να εκφραστεί κατά ορατό… …   Dictionary of Greek

  • Αλαλάχ ή Αλαλάκ — Αρχαία πόλη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, στη θέση του σημερινού Τελ Ακάνα. Υπήρξε διαδοχικά βασίλειο υποτελές του Ακάδ (1800 1600 π.Χ.), πρωτεύουσα του βασιλείου Μονκίς, υποτελής του βασιλείου Μιτάνι έως την τελική κατάκτησή του από τους… …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»