-
1 υποταύριον
-
2 ὑποταύριον
-
3 ὑποταύριον
ὑποταύριον, τό,A the part below the ταῦρος (111) or κοχώνη, Hippiatr. 48, prob. in Erot. s.v. τράμιν; also [full] ὑπόταυρος, ὁ, Sch.Luc.Lex.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποταύριον
См. также в других словарях:
ὑποταύριον — the part below the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποταύριον — τὸ, Α [ὑπόταυρος] το τμήμα τού σώματος, μεταξύ τού πρωκτού και τών όρχεων, το περίνεο … Dictionary of Greek
υπόταυρος — ὁ, Α το ὑποταύριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ταῦρος «περίνεο»] … Dictionary of Greek