-
1 ὑποτέλλομαι
A arise, Arat.723, A.R.2.83.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτέλλομαι
См. также в других словарях:
υποτέλλομαι — Α ανατέλλω, βγαίνω από κάτω προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τέλλω / ομαι «ανατέλλω»] … Dictionary of Greek