-
1 ὑποσφυρίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσφυρίζομαι
-
2 υποσφυρίσασθαι
-
3 ὑποσφυρίσασθαι
См. также в других словарях:
υποσφυρίζομαι — Α (ποιητ. τ.) ὑπαρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σφῦρα «το ανάχωμα ανάμεσα στα αυλάκια που σχηματίζονται κατά την άροση» + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
ὑποσφυρίσασθαι — ὑποσφυρίζομαι cover in the seed when sown aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)