-
1 υποσυγκεχυμένος
-
2 ὑποσυγκεχυμένος
-
3 ὑπο-συγ-χέω
ὑπο-συγ-χέω (s. χέω), ein wenig zusammenschütten, – übertr., ein wenig verwirren, beschämen, Luc. Soloec. 10; ὑποσυγκεχυμένος Arist. audib. 28.
-
4 υποσυγχεω
См. также в других словарях:
ὑποσυγκεχυμένος — ὑποσυγχέω confuse perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσυγκεχυμένως — Α επίρρ. κάπως συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποσυγκεχυμένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού ρ. ὑποσυγχέω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek