-
1 υποστρατευσάμενοι
-
2 ὑποστρατευσάμενοι
См. также в других словарях:
ὑποστρατευσάμενοι — ὑποστρατεύομαι perform military service under aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υποστρατευσάμενοι
2 ὑποστρατευσάμενοι
ὑποστρατευσάμενοι — ὑποστρατεύομαι perform military service under aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)