Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὑποστορέννυμι

См. также в других словарях:

  • υποστορέννυμι — Α βλ. υποστρώνω …   Dictionary of Greek

  • υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» …   Dictionary of Greek

  • υποστόρεσμα — έσματος, τὸ, Α [ὑποστορέννυμι] υπόστρωμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»