-
1 ὑποστορέννῡμι
ὑπο-στορέννῡμι, unterbreiten, unterdecken, -streuen; bes. vom Bett: polstern; übertr., λέκτρα ὑποστορέσαι τινί, einem Manne das Bett unterbreiten, = ihm zur Gattin dienen -
2 ὑπο-στρὠννῡμι
ὑπο-στρὠννῡμι (s. στρώννυμι), = ὑποστορέννυμι, ἵνα μὴ λέκτρ' ὑποστρώσω τινί Eur. Hel. 59. Vgl. ὑποστορέννυμι.
См. также в других словарях:
υποστορέννυμι — Α βλ. υποστρώνω … Dictionary of Greek
υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» … Dictionary of Greek
υποστόρεσμα — έσματος, τὸ, Α [ὑποστορέννυμι] υπόστρωμα … Dictionary of Greek