-
1 υποστολή
-
2 ὑποστολῇ
-
3 υποστολή
-
4 ὑποστολή
-
5 υποστολη
ἥ1) уменьшение, сокращение Plut.2) боязнь, колебание NT.3) грам. опущение буквы -
6 ὑποστολή
ὑποστολή, ἡ,A fasting, Plu.2.129c, Heliod. ap. Orib.46.20.6.II shrinking, timidity, evasion, Ep.Hebr.10.39, Hsch.; holding back,Ascl.
Tact.10.21; μετά τινος ὑ. with a certain reserve, Phld.Rh.1.108 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστολή
-
7 ὑποστολή
ὑποστολή, ῆς, ἡ (ὑποστέλλω) the state of being timid, hesitancy, timidity (Asclepiodot. Tact. [I B.C.] 10, 21 of holding a body of troops in reserve position.—Jos., Bell. 2, 277, Ant. 16, 112 of pers. who have no reservations about indulging themselves in baseness) οὐκ ἐσμὲν ὑποστολῆς we do not belong to those who are timid, in contrast to those who are earnestly committed Hb 10:39.—DELG s.v. στέλλω. M-M. TW. -
8 υποστολή
η1) спуск, спускание (флага и т. п.); свёртывание (парусов); 2) уменьшение, снижение; ослабление;υποστολή αξιώσεων — снижение требований
-
9 ὑποστολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑποστολή
-
10 υποστολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υποστολή
-
11 ὑποστολή
уклонение, боязнь, робость, колебание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑποστολή
-
12 ὑποστολή
ὑπο-στολή, ἡ, das Herunterziehen, Herunterlassen. Das Nachlassen, Vermindern. Auch Niedergeschlagenheit, Kleinmut, Furcht -
13 υποστολή
(bayrak vb.) indirme -
14 υποστολής
-
15 ὑποστολῆς
-
16 υποστολαί
-
17 ὑποστολαί
-
18 υποστολάς
-
19 ὑποστολάς
-
20 υποστολήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑποστολῇ — ὑποστολή fasting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστολή — fasting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστολή — η / ὑποστολή, ΝΜΑ [ὑποστέλλω] νεοελλ. 1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή τής σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων») 2. περιορισμός, ελάττωση, μείωση («υποστολή αξιώσεων») αρχ. 1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία 2. προσποίηση,… … Dictionary of Greek
υποστολή — η 1. το κατέβασμα, το μάζεμα: Υποστολή της σημαίας. 2. μτφ., ελάττωση, μείωση, περιορισμός: Υποστολή αξιώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστολαί — ὑποστολή fasting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστολῆς — ὑποστολή fasting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστολήν — ὑποστολή fasting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nikos Kounenakis — Personal information Full name Nikos Kounenakis Νίκος Κουνενάκης Date of birth 3 February 1978 … Wikipedia
μαϊνάρισμα — το [μαϊνάρω] 1. κατέβασμα, καταβίβαση, υποστολή 2. κατευνασμός, καταπράυνση, καθησύχαση … Dictionary of Greek
σηματόσχοινο — το, Ν ναυτ. λεπτό σχοινί για το δέσιμο, την έπαρση και υποστολή σημάτων και σημαιών, κν. σαντζακόσχοινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + σχοινί. Η λ., στον λόγιο τ. σηματόσχοινον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
υποστέλλω — ὑποστέλλω ΝΜΑ [στέλλω] (ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω 2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω νεοελλ. (η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος αρχ. 1. συσφίγγω, κλείνω («τοῑς δακτύλοις… … Dictionary of Greek