-
1 υποστηριζω
-
2 υποστηρίζω
(αόρ. υποστήριξα) μετ.1) подпирать, поддерживать; 2) перен. защищать; поддерживать, отстаивать;υποστηρίζω την πρόταση — поддерживать предложение;
3) перен. поддерживать, помогать;τον υποστηρίζει ο θείος του — ему помогает дядя;
4) настойчиво утверждать, доказывать (что-л.); настаивать (на чём-л.);υποστηρίζ την ενοχην τού κατηγορουμένου — настаивать на признании подсудимого виновным;
§ υποστηρίζ
την διατριβή — защищать диссертацию -
3 υποστηρίζω
[ипостиризо] ρ поддерживать, подпирать, подтверждать, утверждать. -
4 διατριβή
η1) местонахождение, пребывание;ποιούμαι τάς διατριβάς — проживать; — пребывать (книжн.);
2) занятие; трата времени, препровождение времени;3) трактат; диссертация; монография;εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή — кандидатская диссертация;
υποστηρίζω την διατριβή — защищать диссертацию;
4) памфлет
См. также в других словарях:
ὑποστηρίζω — pres subj act 1st sg ὑποστηρίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστηρίζω — ὑποστηρίζω ΝΜΑ [στηρίζω] 1. στηρίζω αποκάτω 2. μτφ. βοηθώ, ενισχύω, υπερασπίζω (α. «όλοι οι φίλοι του τὸν υποστήριξαν» β. «ὑποστηρίζει δὲ τοὺς δικαίους ὁ Κύριος», Ψαλμ.) νεοελλ. ισχυρίζομαι επίμονα, διατείνομαι («υποστηρίζει ότι δεν έφταιγε… … Dictionary of Greek
υποστηρίζω — υποστηρίζω, υποστήριξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποστηρίζω — υποστήριξα, υποστηρίχτηκα, υποστηριγμένος 1. στηρίζω αποκάτω, υποβαστάζω: Τα θεμέλια υποστηρίζουν την οικοδομή. 2. μτφ., βοηθώ, ενισχύω, προστατεύω, υπερασπίζω, συνηγορώ: Ο δικηγόρος υποστηρίζει τους πελάτες του στο δικαστήριο. 3. ισχυρίζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστηρίξει — ὑποστηρίζω aor subj act 3rd sg (epic doric) ὑποστηρίζω fut ind mid 2nd sg ὑποστηρίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστηρίσει — ὑποστηρίζω aor subj act 3rd sg (epic) ὑποστηρίζω fut ind mid 2nd sg ὑποστηρίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστηρίσῃ — ὑποστηρίζω aor subj mid 2nd sg ὑποστηρίζω aor subj act 3rd sg ὑποστηρίζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεστήριζον — ὑποστηρίζω imperf ind act 3rd pl ὑποστηρίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστηριζόμενον — ὑποστηρίζω pres part mp masc acc sg ὑποστηρίζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστηριζόντων — ὑποστηρίζω pres part act masc/neut gen pl ὑποστηρίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστηρίζει — ὑποστηρίζω pres ind mp 2nd sg ὑποστηρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)