-
1 ὑποσείραιος
ὑποσείραιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσείραιος
-
2 σειραῖος
A joined by a cord or band, ἵππος σ.,= σειραφόρος, S.El. 722;δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο ς... ῥυτῆρσι συνεχόμενος D.H.7.73
; νῶτα σειραίον (sc. ἵππου) cj. for σειρίου in E.Fr.779.8; σ. ἱμάς the attaching trace of the horse, Poll.1.148; cf. ὑποσειραῖος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σειραῖος
См. также в других словарях:
υποσείραιος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)] … Dictionary of Greek