-
1 ὑποσακίζω
A strain or filter away (cf. σακεύω), Hsch.:—metaph. in [voice] Pass.,ὑποσακίζεται τὰ χρήματα Com.Adesp.645
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσακίζω
-
2 υποσακιζόμενοι
-
3 ὑποσακιζόμενοι
-
4 υποσακίζειν
-
5 ὑποσακίζειν
-
6 υποσακίζεται
-
7 ὑποσακίζεται
-
8 ὑποσκιάζω
A overshadow gradually, τῆς ὥρας ὑποσκιαζούσης as the time of day gradually made it dark, i. e. as it began to grow dark, Hippoloch. ap. Ath.4.130a.II f.l. for ὑποσακίζω (q. v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσκιάζω
См. также в других словарях:
υποσακίζω — και ὑποσακκίζω ΜΑ φρ. «ὑποσακίζω τῆς ὁδοῡ» α) προχωρώ βιαστικά και ζωηρά β) (για άλογο) καλπάζω αρχ. 1. στραγγίζω με την βοήθεια σάκου («ὑποσακκίζειν ὑπηθεῑν τῷ σάκκῳ», Ησύχ.) 2. παθ. ὑποσακίζομαι και ὑποσακκίζομαι μτφ. καταναλώνομαι, ξοδεύομαι.… … Dictionary of Greek
ὑποσακιζόμενοι — ὑποσακίζω strain pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσακίζειν — ὑποσακίζω strain pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσακίζεται — ὑποσακίζω strain pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσακισμός — και παλ. τ. υποσακκισμός, ο, Ν είδος καλπασμού τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποσακίζω / ὑποσακκίζω «προχωρώ ζωηρά και βιαστικά, καλπάζω». Ο τ. ὑποσακκισμός μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek