-
1 υποσαινόμενος
-
2 ὑποσαινόμενος
См. также в других словарях:
ὑποσαινόμενος — ὑπό σαίνω wag the tail pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υποσαινόμενος
2 ὑποσαινόμενος
ὑποσαινόμενος — ὑπό σαίνω wag the tail pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)