-
1 υποπίμελος
-
2 ὑποπίμελος
-
3 ὑποπίμελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπίμελος
-
4 υποπίμελον
ὑποπί̱μελον, ὑποπίμελοςsomewhat fat: masc /fem acc sgὑποπί̱μελον, ὑποπίμελοςsomewhat fat: neut nom /voc /acc sg -
5 ὑποπίμελον
ὑποπί̱μελον, ὑποπίμελοςsomewhat fat: masc /fem acc sgὑποπί̱μελον, ὑποπίμελοςsomewhat fat: neut nom /voc /acc sg -
6 υποπίμελοι
-
7 ὑποπίμελοι
См. также в других словарях:
ὑποπίμελος — ὑποπί̱μελος , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπίμελος — ον, Α ο κάπως παχουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πίμελος (< πιμελή «λίπος, πάχος»), πρβλ. κατα πίμελος] … Dictionary of Greek
ὑποπίμελον — ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem acc sg ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίμελοι — ὑποπί̱μελοι , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)