Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑποπίμελος

См. также в других словарях:

  • ὑποπίμελος — ὑποπί̱μελος , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποπίμελος — ον, Α ο κάπως παχουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πίμελος (< πιμελή «λίπος, πάχος»), πρβλ. κατα πίμελος] …   Dictionary of Greek

  • ὑποπίμελον — ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem acc sg ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπίμελοι — ὑποπί̱μελοι , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»