Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποπόλιος

См. также в других словарях:

  • ὑποπόλιος — ὑπόπολις the lower city fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ὑποπόλιος somewhat grey masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποπόλιος — ον, ΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πολιός «γκρίζος, φαιός»] …   Dictionary of Greek

  • ὑποπόλιον — ὑποπόλιος somewhat grey masc/fem acc sg ὑποπόλιος somewhat grey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπολίῳ — ὑποπόλιος somewhat grey masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιξοπόλιος — μιξοπόλιος, ὁ (Μ) ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + πολιός «γκρίζος» (πρβλ. υποπόλιος)] …   Dictionary of Greek

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»