-
1 ὑποπυθμένιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπυθμένιος
-
2 υποπυθμένιοι
-
3 ὑποπυθμένιοι
См. также в других словарях:
υποπυθμένιος — ον, θηλ. και α, ΜΑ [ὑποπύθμην, ενος] ὑποπύθμην* … Dictionary of Greek
ὑποπυθμένιοι — ὑποπυθμένιος bottom masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)